Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ηγεμόσυνα — ἡγεμόσυνα, τά (Α) (ενν. ιερά) ευχαριστήρια θυσία για ασφαλή καθοδήγηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *ηγεμόσυνος (< ηγεμών + οσυνος)] … Dictionary of Greek
ἡγεμόσυνα — thank offerings for safe conduct neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)